12.3.07

Yılmaz Güney / Le mur – Ο τοίχος [η ταινία και το soundtrack]

Το πραγματικό του όνομα ήταν Γιλμάς Πιουτούν (Pütün), που σημαίνει αυτός που δεν λυγίζει ποτέ από τις δυσκολίες, που δεν απελπίζεται. «Το επίθετό μου βγαίνει από ένα κουκούτσι που υπάρχει σε κάτι φρούτα, στα βουνά. Είναι σκληρό και δεν σπάει με τίποτα». Όλη η αλήθεια σ’ ένα επίθετο, ο Γιλμάζ δεν έσπασε ποτέ.

Γεννήθηκε το 1937, στα βορειοανατολικά της Τουρκίας, στο χωριό Γενίτσε των Αδάνων. Η καταγωγή του ήταν κουρδική. Οι γονείς του φτωχοί χωρικοί, χωρίς ούτε ένα κομμάτι γης.
«Η μητέρα μου αναλφάβητη, ο πατέρας το πάλεψε λίγο με την αλφαβήτα όταν ήταν φαντάρος. Ούτε που ήξεραν τι είναι το σχολείο. Από εννιά χρόνων δούλευα για να μπορώ να ζω.
Η πρώτη μου δουλειά, βοσκός. Το λύκειο το τελείωσα στα Άδανα. Εκείνα τα χρόνια έβγαζα ένα πολιτιστικό περιοδικό που ονομαζόταν Ντορούκ. Από τότε έγραφα μικρά διηγήματα. Το 1955 γι’ αυτά τα διηγήματα με έσυραν στα δικαστήρια. Πήγα στην Κωνσταντινούπολη για να σπουδάσω στο οικονομικό πανεπιστήμιο, αλλά δυστυχώς δεν μπόρεσα να συνεχίσω γιατί εν τω μεταξύ βγήκε η δικαστική απόφαση: εφτάμισι χρόνια φυλακή και δυόμισι εξορία. Τη μείωση αυτής της ποινής πέτυχα στο Εφετείο κι έγινε ενάμισης χρόνος φυλακή και 6 μήνες εξορία».
Έτσι οι σπουδές του Γιλμάζ τελείωσαν πριν αρχίσουν. Άλλα όπως έλεγε κι ίδιος «η συνέχεια είναι συγκλονιστική στο σχολείο της ζωής». Και του πήγαινε αυτό το σχολείο γιατί είχε αυτά που θαρρείς ήταν ταγμένος να μάθει. Ανάμεσα στα βιβλία, τον κινηματογράφο, τη σκληρή δουλειά υπάρχουν οι φυλακές, ο πόνος, η κοινωνική καταπίεση, ο διωγμός. Αλλά πάντα το ενδεικτικό του με άριστα...απολυτήριό του

«Για ένα διήγημά μου, που θεωρήθηκε ότι είναι προπαγανδιστικό υπέρ του κομμουνισμού, καταδικάστηκα. Έτσι τον Μάιο του ’61 μπήκα στη φυλακή, 18 μήνες, και μετά εξορία 8 μήνες στην πόλη Κόνια. Eκεί στην Κόνια κάθε βράδυ έδινα το παρών στην αστυνομία και υπέγραφα σ’ ένα βιβλίο. Τόσες υπογραφές δεν έχω βάλει ποτέ άλλοτε στη ζωή μου: 180. Φαντάρος πήγα το 1968 μέχρι το 1970, δυο χρόνια κλεμμένα από τη ζωή μου.
Τον Μάιο του 1971 όπως χιλιάδες προοδευτικοί καλλιτέχνες και συγγραφείς έτσι κι εγώ συλλήφθηκα. Δεν είχαν κάτι εναντίον μου αλλά για προληπτικούς λόγους. Με στείλανε εξορία στην πόλη Νεβσεχίρ. Αυτή τη φορά δεν πήγαινα για υπογραφή στο αστυνομικό τμήμα. Ερχόταν μονίμως ένας αστυνομικός το κατόπι μου. Ίσκιος στον ίσκιο μου.
Στις 16 Μαρτίου 1972 καταδικάστηκα 10 χρόνια σε φυλάκιση επειδή είχα βοηθήσει τους επαναστάτες. Όποιος ήταν προοδευτικός αυτόματα τον έχριζαν επαναστάτη. Απελευθερώθηκα με τη γενική αμνηστία του Ετζεβίτ».
«Το Σεπτέμβρη του ’74 ανακατεύτηκε το όνομά μου σε μια δολοφονία –πλεκτάνη η υπόθεση- και καταδικάστηκα σε 19 χρόνια φυλάκιση. Όσο ήμουν στη φυλακή έβγαλα ένα πολιτιστικό και καλλιτεχνικό περιοδικό με το όνομα Γκιουνέι. Μόνο 13 τεύχη μπόρεσα να βγάλω, διότι ήρθε ο στρατιωτικός νόμος και αργότερα η χούντα και όπως όλα τα περιοδικά έτσι έκλεισαν και το δικό μου».

Από τα άρθρα του στο περιοδικό έγινε πλουσιότερος κατά δέκα διαφορετικές αγωγές. Πάντα ο λόγος ήταν η προπαγάνδα που έκανε υπέρ του κομμουνισμού. Ήθελε λέγανε να αποδυναμώσει το εθνικό φρόνημα, να ξεσηκώσει το λαό και να βλάψει το κύρος του κράτους. Μ΄αυτές τις αγωγές ζητούσαν την φυλάκισή του συνολικά για έναν αιώνα!
«Τον Οκτώβρη του ’81 ήμουν στις αγροτικές φυλακές της Σπάρτα. Βγήκα με άδεια και δεν ξαναγύρισα… Μέχρι τότε έμεινα 12 χρόνια στη φυλακή. Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια γνώρισα 2 αγροτικές και 15 κανονικές φυλακές. Όταν το ‘σκασα έμαθα ότι η απόφαση από ακόμη τρεις δίκες που εκκρεμούσαν ήταν 20 χρόνια φυλάκιση και 7 χρόνια εξορία. Συνεχίζονται κι άλλες δίκες αλλά δεν γνωρίζω ακόμη το αποτέλεσμά τους».

Έτσι απλά μιλούσε ο Γκιουνέι για τις διώξεις του. Ό,τι μισούσε περισσότερο ήταν η εξαργύρωσή τους, γι’ αυτό όταν πέρασε στη Γαλλία δούλευε όσο μπορούσε αθόρυβα. .
Σκηνοθετεί τον «Δρόμο» και πηγαίνει το 1982 στις Κάνες. Κερδίζει το Palme D’Or (Χρυσός Φοίνικας) εξ ημισείας με τον «Αγνοούμενο» του Κώστα Γαβρά. Το χαμόγελό του στα φλας πάντα συγκρατημένο. Μια αδιόρατη σκιά. Αυτή τη φορά όχι κάποιου αστυνομικού, αλλά της αρρώστιας.

Το 1983 στη Γαλλία με τη βοήθεια του γαλλικού κράτους σκηνοθέτησε την ταινία «Ο Τοίχος» (Le Mur), στην οποία καταγράφει αληθινές σκηνές από τις τουρκικές φυλακές. Στις 9 του Σεπτέμβρη πεθαίνει στο Παρίσι.

«Εγώ επειδή είμαι ηθοποιός δεν σημαίνει ότι μπορώ να είμαι διαφορετικός από το λαό μου, από τον τρόπο της ζωής του, από το ντύσιμό του. Τότε δεν θα είμαι ο εαυτός μου. Σ’ όλα μου τα έργα υπάρχει ένα κομμάτι από την ψυχή μου, ένα κομμάτι από την ψυχή του λαού».

Ο Γκιουνέι είναι παιδί του κουρδικού και του τουρκικού λαού. Είναι ένα μύθος. Στον κινηματογράφο έφτιαξε μια δική του σχολή, στη ζωή ακολούθησε εκείνη τη σχολή που βγάζει αγωνιστές.

Ο κουρδικός λαός έχει τον Γκιουνέι ήρωά του. Άλλά κι εκείνος πίστευε ότι ο αγώνας των Κούρδων μια μέρα θα δικαιωθεί. Αυτή του την πίστη πλήρωσε με τη ζωή του. Ο Γιλμάζ «έχασε» τα πνευμόνια του στις φυλακές της Τουρκίας. Το τουρκικό κατεστημένο δεν σταμάτησε ποτέ να τον κυνηγάει. Ακόμη και τώρα που η γυναίκα του Φατός ολοκληρώνει το Ίδρυμα Γκιουνέι, με όλα τα έργα του, στην Τουρκία κατευθυνόμενοι δημοσιογράφοι έχουν ξεκινήσει καμπάνια ενάντια σ’ αυτόν τον αγωνιστή. Τον χλευάζουν λέγοντας πως δεν ήταν παρά ένας κοινός εγκληματίας! Τελικά απ’ όπου κι αν βρίσκεται ο Γιλμάζ τους φοβίζει., όπως τους φοβίζει κι ο Χικμέτ. Ο φίλοι του Γκιουνέι με τη βοήθεια της γυναίκας του και του γιου του όρκο έχουν κάνει ότι τίποτα, καμιά καμπάνια, καμιά απειλή δεν θα τους σταματήσει, και το Ίδρυμα θα ολοκληρωθεί και η ζωή του Γκιουνέι θα γίνει ταινία.





Η ταινία είναι η τελευταία που γύρισε ο Yilmaz Guney, το 1983, στη Γαλλία κατά τη διάρκεια της εξορίας του.
Μακριά από τη χώρα του, πηγή έμπνευσης του, και ήδη άρρωστος από τον καρκίνο, σίγουρα δεν γύρισε την καλύτερη του ταινία, δεν παύει όμως να είναι μια ταινία σοκ, μια μαρτυρία για τις απάνθρωπες συνθήκες που επικρατούν στις Τούρκικες φυλακές, που την έφτιαξε με την ελπίδα να ακουστεί παντού το μήνυμα του, με την ελπίδα ν’ αλλάξει κάτι.
Κεντρικό θέμα: παιδιά κλεισμένα σε κεντρική φυλακή της Άγκυρας μαζί με πολιτικούς και ποινικούς κρατούμενους, ζουν κι εργάζονται μέσα σε φοβερές συνθήκες. Επαναστατούν με την ελπίδα να μεταφερθούν σε μια καλύτερη φυλακή. Πραγματική ιστορία που συνέβη το 1976.
Παράλληλα παρουσιάζονται ατομικές ιστορίες φυλακισμένων που προέρχονται από μαρτυρίες ή παρατηρήσεις του ίδιου, συσσωρευμένες από την πολύχρονη παραμονή του σε διαφορετικές τούρκικες φυλακές.

Τη μουσική και τα τραγούδια της ταινίας έγραψαν οι Ozan Garip Sahin και Setrak Bakirel, και απ’ όσο γνωρίζω δεν έχει κυκλοφορήσει σε CD. Η επεξεργασία έγινε σε βινύλιο κι ελπίζω το αποτέλεσμα να είναι ικανοποιητικό από τεχνικής πλευράς, γιατί από καλλιτεχνική άποψη σίγουρα πρόκειται για αριστούργημα.

Η ταινία: DVD rip με ελληνικούς υπότιτλους ενσωματωμένους

Δείτε: 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15

Το soundtrack: LP rip 192 kbps με εξωφυλλα

Ακούστε

Δεν υπάρχουν σχόλια: