19.2.07

Μικρές Ατιμίες - Πάνος Καρνέζης


Ο Πάνος Καρνέζης γεννήθηκε στην Αμαλιάδα, όπου έζησε ως την ηλικία των τεσσάρων ετών. Τότε ο πατέρας του πήρε μετάθεση και η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην πλατεία Αμερικής, από όπου έφυγαν αργότερα για να ζήσουν στο Νέο Ψυχικό. Ο Πάνος Καρνέζης σπούδασε μηχανολόγος-μηχανικός στο Πολυτεχνείο της Πάτρας και μόλις πήρε το πτυχίο έφυγε για ένα μεταπτυχιακό στην Αγγλία. Τότε δεν του είχε περάσει καν από το μυαλό να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Αυτή τη στιγμή ο Καρνέζης είναι διεθνής και μάλιστα με αξιώσεις. Το πρώτο βιβλίο του κυκλοφόρησε στην Αγγλία από τις σημαντικές εκδόσεις Jonathan Cape και στις ΗΠΑ από τον κολοσσό Farrar, Straus&Giroux. Τα πνευματικά δικαιώματα έχουν πωληθεί σε εννέα ακόμη χώρες, ενώ έχει προπληρωθεί για να γράψει και μυθιστόρημα. Η επιτυχία του είναι λοιπόν αδιαμφισβήτητη. Στην Ελλάδα είναι άγνωστος.
Αρχισε να γράφει πριν από πέντε χρόνια, «από μοναξιά», όπως είπε.

Οι Μικρές Ατιμίες είναι μια συλλογή διηγημάτων με θέμα ένα μικρό ανώνυμο ελληνικό χωριό μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο και τους κατοίκους του. Οι ιστορίες σταδιακά τέμνονται, οι περαστικές φιγούρες της μιας είναι οι πρωταγωνιστές της άλλης, ορισμένα κατοπινά γεγονότα αποκτούν το ειδικό τους βάρος από άλλα που προηγήθηκαν. Έτσι, στο τέλος της αφήγησης έχουμε μια μυθιστορηματική εικόνα, ένα ολοκληρωμένο παζλ που αποδίδει «υπεραξία νοημάτων».

Οι ιστορίες άλλοτε είναι σύντομες σαν μονοκοντυλιές κι άλλοτε εκτείνονται σε αρκετές σελίδες. Στις περισσότερες πνέει μια ήπια αύρα μαγικού ρεαλισμού, η οποία κατά κανόνα υποχωρεί για να δώσει την θέση της στην ανατριχιαστική ευκρίνεια μιας οθόνης plasma.
Οι χαρακτήρες μπορούν να εννοηθούν περισσότερο ως αντιήρωες, μια που η όποια αρετή και τόλμη τους εξατμίζεται εύκολα από τις κοντόφθαλμες επιδιώξεις και πρακτικές τους. Εντούτοις, ο Καρνέζης δεν τους ειρωνεύεται ούτε δείχνει να τους υπονομεύει. Αυτό το έργο το αφήνει στις αναπόδραστες συνέπειες των ατιμιών που διαπράττουν οι ίδιοι. Ο παπά Γεράσιμος, ο καφετζής Φάλαινα, ο δήμαρχος, ο γαιοκτήμονας, ο φτωχός Ισίδωρος, η γεροντοκόρη Στέλλα, ο μικροαπατεώνας Αρίστος, ο σταθμάρχης και η γυναίκα του, ο γιατρός, ο μασόνος δικηγόρος και πολλοί άλλοι, υπακούουν στο πεπρωμένο που οι ίδιοι εξυφαίνουν.

Δύο είναι τα πολύ εντυπωσιακά χαρακτηριστικά της γραφής του Καρνέζη.
Το ένα είναι η «άσπιλη» γλώσσα που χρησιμοποιεί. Αποφεύγει σχεδόν ολοκληρωτικά κάθε ιδιωματισμό, προφορά ή εξεζητημένη έκφραση. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί θα μπορούσε να μιλιέται οπουδήποτε κι από οποιονδήποτε. Η χρήση της ελληνικής είναι απλή και συγκροτημένη, με αποτέλεσμα το χωροχρονικό πλαίσιο να υποχωρεί στο φόντο. Εν μέρει αυτό οφείλεται στο ότι οι Μικρές Ατιμίες γράφτηκαν απευθείας στα Αγγλικά, γλώσσα που δεν είναι η μητρική του Καρνέζη. Ο ίδιος υποστηρίζει σε συνέντευξή του ότι αυτό έγινε εσκεμμένα για να μπορέσει να αποστασιοποιηθεί από το βάρος της μητρικής γλώσσας.
Το δεύτερο ιδιαίτερο στοιχείο της γραφής του Καρνέζη είναι η απουσία του ευρύτερου κοινωνικοπολιτικού πλαισίου. Ορισμένες φορές συναντάμε εκπροσώπους του νόμου, πολιτικούς παράγοντες, γραφειοκράτες και σωφρονιστές και κάποιες άλλες βλέπουμε τη σύγκρουση μεταξύ φτωχών και πλουσίων. Όμως όλα αυτά λειτουργούν είτε σε μικροεπίπεδο, είτε χρησιμοποιούνται για να σημάνουν κάτι άλλο, κάτι πέρα από την συγκεκριμένη πραγματικότητα των δεκαετιών του 50 – 60 στην ελληνική επαρχία.

Οι άνθρωποι που διαπράττουν ή υφίστανται τις Μικρές Ατιμίες δεν έχουν ιστορική καταγωγή, είναι «από το χωριό», «από την πρωτεύουσα» ή απλώς «ξένοι». Στην πλειοψηφία τους δεν έχουν ούτε πολιτικές πεποιθήσεις, κι όταν δείχνουν να έχουν, αυτές δεν είναι παρά καρικατούρες απόψεων. Αυτό όμως που όλοι ανεξαιρέτως δείχνουν να διαθέτουν εν αφθονία είναι πάθη. Μίση, έρωτες, υστεροβουλίες, μεμψιμοιρίες, θυμούς, πόθους, αγανάκτηση, εκδικητικότητα, αγωνία. Πάθη και κοινά μυστικά. Όλοι ξέρουν τα πάθη των άλλων αλλά κανείς δε μιλά. Έτσι, οι πρωταγωνιστές πολλών από τις ιστορίες, θυμίζουν τραγικούς ήρωες στο μοντέλο του Οιδίποδα, εκείνου που «ξέρει μα δεν γνωρίζει». Τυπικό παράδειγμα ο μισητός γαιοκτήμονας και ο εξίσου μισητός χασάπης: ξέρουν ότι προκαλούν μίσος και ακριβώς αυτό εκμεταλλεύονται για να αντλήσουν εξουσία, αλλά τους είναι ασύλληπτη η ομόψυχη συμβολή των χωρικών στο φρικτό τους τέλος. Εξίσου «αόρατα» είναι και τα φολκλορικά στοιχεία. Παρ’ όλο που οι συνθήκες ζωής των χωρικών περιγράφονται με ρεαλιστική επιμονή, απουσιάζουν τα στοιχεία εκείνα που θα απέδιδαν το τοπικό / χρονικό πλαίσιο. Σε ένα από τα διηγήματα, ο παπά Γεράσιμος βάφει μια αυτοσχέδια εξέδρα προκειμένου να υποδεχθεί τον μητροπολίτη. Ενώ είχε κατά νου να την βάψει στα εθνικά χρώματα της γαλανόλευκης, βρίσκει να αγοράσει μόνο κόκκινη μπογιά. Στις αμφιβολίες του για το αποτέλεσμα, προστίθεται και το σχόλιο του μητροπολίτη που λέει ότι «αυτό είναι το χρώμα της Κολάσεως». Το στήσιμο της σκηνής θα μπορούσε να ερμηνευθεί σαν έμμεσο πολιτικό σχόλιο. Το πλαίσιο στο οποίο όμως εντάσσεται αποδυναμώνει εντελώς αυτήν την ερμηνεία. Προχωρώντας στην ανάγνωση, η εντύπωση μας ενισχύεται και καταλαβαίνουμε ότι αν και δήθεν αλληγορική, η σκηνή τείνει να γίνει κυριολεκτική: το χωριό μοιάζει να βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στην Κόλαση. Με πολύ λιτά υλικά ο Καρνέζης μιλά για το υπαρξιακό αδιέξοδο που κάποτε αναπόφευκτα μας αγγίζει όλους, φέρνοντας στο νου το αριστούργημα του Dino Buzzati, την Έρημο των Ταρτάρων.

Τελικά, οι Μικρές Ατιμίες θα μπορούσαν να διαπραχθούν παντού και πάντοτε. Και το χειρότερο, θα μπορούσαν να διαπραχθούν από κάθε αναγνώστη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: